- προσευχομένας
- προσευχομένᾱς , προσεύχομαιoffer prayerspres part mp fem acc plπροσευχομένᾱς , προσεύχομαιoffer prayerspres part mp fem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.